- ἀκονίας
- ἀκονίας, ου, ὁ, aA fish, Numen. ap. Ath.17.326a (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακονίας — ἀκονίας, ο (Α) [ἀκόνη] είδος ψαριού … Dictionary of Greek
ἀκονίας — ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc acc pl ἀκονίᾱς , ἀκονίας fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek